προσείκελα

προσείκελα
προσείκελος
somewhat like
neut nom/voc/acc pl
προσείκελος
somewhat like
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσείκελος — έλη, ον, Α κάπως όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής (α. «θηρία πτερωτά, τῇσι νυκτερίσι προσείκελα», Ηρόδ. β. «γλυκύτητα δὲ τοῡ φοίνικος τῷ καρπῷ προσείκελος», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴκελος«όμοιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”